-
1 επανατελλω
ион.-поэт. ἐπαντέλλω1) (тж. ἐ. ποδὸς ἴχνος Eur.) подниматься, вставать(εὐνῆς Aesch.)
2) всходить Anth.ὡς ἐπανέτελλε ὅ ἥλιος Her. — когда всходило солнце (с восходом солнца)
3) подниматься, выходить4) возникать, появляться Aesch.ἐπαντέλλων χρόνος Pind. — надвигающееся время, т.е. будущее
См. также в других словарях:
επανατέλλω — (AM ἐπανατέλλω και Α ποιητ. τ. ἐπαντέλλω) νεοελλ. επανεμφανίζομαι, ξαναφαίνομαι μσν. κάνω κάτι να ανατείλει, να εκδηλωθεί ξανά αρχ. 1. υψώνω, σηκώνω («ἀπὸ κλιμάκων ποδὸς ἴχνος ἐπαντέλλων», Ευρ.) 2. φυτρώνω 3. (αμτβ.) εγείρομαι, σηκώνομαι («εὐνής… … Dictionary of Greek